γενάρχῃ

γενάρχῃ
γενάρχης
founder
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • προγονολατρία — Η π., που παρουσιάζεται σε πολιτιστικές εκδηλώσεις εθνολογικού επιπέδου και σε πολλούς πολιτισμούς του παρελθόντος, εκφράζεται με διαφορετικές μορφές, και αρχίζει από μία γενικού χαρακτήρα απονομή τιμών στον νεκρό, φτάνοντας σε μια πραγματική… …   Dictionary of Greek

  • Άτυς — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή και της Ομφάλης, ή γιος του Μάνου, πατέρας του Λυδού, γενάρχη των Λυδών ή Μαιόνων, και του Τορρήβου ή Τυρρηνού, γενάρχη των Τυρρηνών. 2. Γιος του Λυδού βασιλιά Κροίσου. Σκοτώθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Ίωνες — Ένα από τα τέσσερα ελληνικά φύλα, το οποίο περιλάμβανε είτε τους Έλληνες της Αττικής και της Εύβοιας είτε τους αποίκους εκείνους οι οποίοι περίπου στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας μεταξύ των κοιλάδων του… …   Dictionary of Greek

  • Ταλθύβιος — Σπαρτιάτης, κήρυκας και υπηρέτης του Αγαμέμνονα, τον οποίο τιμούσαν ως ήρωα στη Σπάρτη. Μετά τον Τρωικό πόλεμο οδήγησε άποικους στην Κρήτη, όπου έχτισε την Τεγέα. Τάφος και μνημεία του Τ. υπήρχαν στη Σπάρτη. Επειδή οι Σπαρτιάτες σκότωσαν τους… …   Dictionary of Greek

  • Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… …   Dictionary of Greek

  • Φαίαξ — ακος, ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. Φαίηξ, ηκος, Α συν. στον πληθ. οι Φαίακες μυθ. μυθικός λαός που πήρε την ονομασία του από τον γενάρχη του Φαίακα, γιο τού Ποσειδώνος και τής Κερκύρας, και κατοικούσε στη νήσο Σχερία, δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, και ο… …   Dictionary of Greek

  • γένεσις — Το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που αρχίζει με τη διήγηση της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου. Ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν με μόνο τον λόγο του Θεού, ώστε ο άνθρωπος, που κατέχει μέσα σε αυτόν μοναδική θέση, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • γεναρχία — η (Μ γεναρχία) [γενάρχης] το να είναι κάποιος αρχηγός ή ηγέτης ενός έθνους νεοελλ. 1. η προέλευση ενός γένους 2. η ιδιότητα και το αξίωμα τού γενάρχη …   Dictionary of Greek

  • κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”